- Σαμαρείτιδα
- Σαμαρείτηςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… … Dictionary of Greek
Βεντούρας, Σπυρίδων — (Λευκάδα 1761 – 1835). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της επτανησιακής ζωγραφικής σχολής του 18ου αι. Τη σχολή αυτή είχε ιδρύσει ο Παναγιώτης Δοξαράς, ο οποίος πραγματοποίησε τη μεταστροφή από την παράδοση της… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κανελλοπούλου — Η συλλογή του Παύλου και της Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου στεγάζεται από το 1976 σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο του τέλους του 19ου αι. στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης (οδός Θεωρίας & Πανός, Πλάκα). Αυτή η πολύ σημαντική συλλογή έργων τέχνης… … Dictionary of Greek
Φωτεινή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για την αμαρτωλή Σαμαρείτιδα με την οποία, κατά την Καινή Διαθήκη, συνομίλησε ο Ιησούς κοντά σε ένα πηγάδι και η οποία τελικά μεταμελήθηκε. Σύμφωνα με μια παράδοση, η Φ. μαρτύρησε στα χρόνια του… … Dictionary of Greek
Σαμαρείτης — ο θηλ. Σαμαρείτισσα και Σαμαρείτιδα 1. αυτός που κατάγεται από τη Σαμάρεια. 2. μτφ., φιλάνθρωπος, σπλαχνικός: Μην παρασταίνεις τον καλό Σαμαρείτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)